- ταβήλα
- Αβλ. ταβάλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταβάλα — και ταβῆλα Α (κατά τον Ησύχ.) «ταβῆλα ὑπὸ Παρθῶν οὕτω καλεῑται ὄργανον κριβάνῳ ἐμφερές, ᾧ χρῶνται ἐν τοῑς πολέμοις ἀντὶ σάλπιγγος». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. παρθικής προέλευσης] … Dictionary of Greek